- διαπιθηκίζω
- διαπῐθηκίζω, strengthd. for πιθηκίζω, EM269.38, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαπιθηκίσαι — διαπιθηκίζω aor inf act διαπιθηκίσαῑ , διαπιθηκίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)